- Η επίθεση έγινε σε ώρα διδασκαλίας και μπροστά στα μάτια των εμβρόντητων φοιτητών
- Ο καθηγητής είναι ο Γιάννης Παπαμιχαήλ, αρθρογράφος του ΡΕΣΑΛΤΟ
- Τελικά, πρόκειται για ακαδημαϊκό άσυλο ή για άσυλο ανιάτων ψυχασθενών;
Πάντειο και Ακαδημαϊκό Άσυλο
Ο Γιάννης Παπαμιχαήλ κατήγγειλε τη δράση των πάντοτε ασύλληπτων αντεξουσιαστών.
Το Κείμενο της καταγγελίας
Στις 14 Απριλίου 2010, στο Πάντειο, μια ομάδα αντιεξουσιαστών διέκοψε το μάθημά μου και αφού με εξύβρισε, με αποκάλεσε… «φασίστα» ενώπιον 50 περίπου φοιτητών και τελικά εκσφενδόνισε εναντίον μου ένα γιαούρτι.
Αιτία αυτής της συμπεριφοράς σύμφωνα με τα λεγόμενά τους και με όσα αναφέρονται σε μια τετρασέλιδη προκήρυξη που μοιράστηκε και που έχει σαν υπότιτλο «φασίστες και καθηγητές πηγαίνουν χέρι – χέρι» είναι το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του καθηγητή με τη δημόσια πολιτική παρουσία μου – και πιο συγκεκριμένα, με την έκφραση επιφυλακτικών και κριτικών απόψεων γύρω από τα θέματα που αφορούν την υποκριτική μεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους ή γύρω από τα κοινωνικά και ιδεολογικά ζητήματα των πολιτικο-πολιτισμικών αναταράξεων και αμοιβαίων περιχαρακώσεων που αναδεικνύονται αντικειμενικά στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία.
Η υπογραφή μου μεταξύ άλλων πολλών σε ένα κείμενο της «Επιτροπής για τον Έλεγχο της Λαθρομετανάστευσης» ήταν το έναυσμα για τη δυναμική παρέμβαση της ομάδας των αντιεξουσιαστών.
Επειδή δεν μου δόθηκε καμία ευκαιρία όχι βέβαια «να απολογηθώ», αλλά να αντικρούσω τους ισχυρισμούς τους, να επισημάνω την πολιτική διαφωνία μου με συνθήματα που στρέφονται κατά των προσώπων των μεταναστών (είτε της προαναφερόμενης ΠΕΑΕΛ, είτε οποιουδήποτε άλλου φορέα) ή έστω να συζητήσω πάνω στα σημεία των ιδεολογικών τριβών και της σε μεγάλο βαθμό εικονικής αντιπαλότητας, αποφάσισα να συντάξω αυτό το κείμενο ως ερέθισμα για έναν ευρύτερο προβληματισμό γύρω από τις διαδικασίες υπονόμευσης του ακαδημαϊκού ασύλου.
Το δισέλιδο κείμενο, της ΠΕΑΕΛ που έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο εξέφραζε κοινωνικές και πολιτικές επιφυλάξεις πολλών πολιτών γνωστών για τις δημοκρατικές τους πεποιθήσεις, σχετικά με το ενδεχόμενο της μαζικής απόδοσης ιθαγένειας σε μετανάστες και με την καλλιέργεια ενός πολυπολιτισμικού μοντέλου κοινωνίας.
Δεν καλούσε τον ελληνικό λαό σε κανένα «πογκρόμ» κατά των μεταναστών (όπως ισχυρίζεται η καταγγελία των αντιεξουσιαστών), αλλά σε πολιτικούς προβληματισμούς περί του θέματος τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Συνεπώς, όταν πληροφορήθηκα την ανάρτηση του παραπάνω κειμένου στο διαδίκτυο και ενημερώθηκα για το ακριβές περιεχόμενο του, παρά ορισμένες διαφωνίες μου σχετικά με κάποιες διατυπώσεις (κυρίως σχετικά με το «Ελληνικό Εθνικό Κράτος»), δεν θεώρησα σκόπιμο να διαχωρίσω εκ των υστέρων τη θέση μου από το αρχικό κείμενο της παραπάνω επιτροπής, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι προσυπογράφω ή επικροτώ εκ των προτέρων το σύνολο των απόψεων ή των πιθανών μελλοντικών της πρωτοβουλιών.
Οι εισβολείς, όμως, όχι μόνο με εμπόδισαν να αντικρούσω τους ισχυρισμούς τους, να επισημάνω την πολιτική διαφωνία μου με συνθήματα που στρέφονται κατά των προσώπων των μεταναστών, ή έστω να συζητήσω μαζί τους σε μια προσπάθεια να χαμηλώσουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης, αλλά και θεώρησαν τις προσπάθειες μου αυτές ως δείγμα μιας ενοχικής συμπεριφοράς που επιχειρούσε να δικαιολογηθεί για να αμβλύνει τις «κακές εντυπώσεις».
Ενημέρωσα αμέσως μετά το συμβάν τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, κ. Παναγιώτη Τσίρη ο οποίος μου συνέστησε να ενημερώσω επισήμως το Τμήμα Ψυχολογίας και να ακολουθήσω την τυπική οδό για την ανακοίνωση και την καταγγελία του περιστατικού στις Πρυτανικές Αρχές και στη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου.
Όπως φαίνεται και από μια απλή ανάγνωση της προκήρυξης που με στοχοποιεί, η ενέργεια ήταν πλήρως προσχεδιασμένη και το προσχηματικό κείμενο που μοιράστηκε ήταν οργανωμένο με τρόπο που να αναδεικνύει την πολιτική διαπόμπευσή μου περίπου σαν μια… «πολιτική αναγκαιότητα».
Αγαπητοί φίλοι, πιστεύω ότι με την τροπή που πήραν εκ των πραγμάτων αυτές οι πρακτικές όλων όσων δηλώνουν ότι αρνούνται κάθε συζήτηση και που ταυτόχρονα αυτοαναγορεύονται ως αρμόδιοι περί των ζητημάτων της «πολιτικής ορθότητας» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, είναι πιθανόν ότι σε λίγο πολλά από τα θεωρητικά και ερευνητικά θέματα της παγκόσμιας πολιτικής και επιστημονικής επικαιρότητας θα τεθούν στο περιθώριο – και όσοι ασχολούνται με τέτοια θέματα θα πρέπει να διαθέτουν κάποιο «πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων» που να τους το επιτρέπει.
Προφανώς, η επιβολή της ιδεολογικής νομιμότητας και τάξης κατά αυτόν τουλάχιστον τον άκρως «εξουσιαστικό» τρόπο, ουδόλως συνάδει με την έννοια της «αριστεράς», ούτε βέβαια με εκείνη του ακαδημαϊκού ασύλου ή του δημοκρατικού διαλόγου που υποτίθεται ότι προάγει το πανεπιστήμιο.
Είναι όμως εξίσου φανερό ότι η επανάληψη της παραπάνω στερεότυπης δημοκρατικής αντίθεσης στη βία ουδόλως εμποδίζει την επανάληψη των πράξεων και των γεγονότων που κατ’ εξακολούθηση την αμφισβητούν.
Δεν επιθυμώ βέβαια εδώ να επεκταθώ στην ουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης, ούτε να αντιδικήσω με αυτές τις πολιτικές ομάδες που, παρά το γεγονός ότι όπως φαίνεται, η πολιτική μου διαδρομή τους είναι σε γενικές γραμμές γνωστή, συνεχίζουν να με καθυβρίζουν και να με συκοφαντούν θεωρώντας κάθε αναφορά σε κοινωνικά ζητήματα των εθνικών κοινωνιών ως «ενδείξεις εθνικισμού» και συνδέοντάς την με ακροδεξιές νοοτροπίες.
Θεωρώ, άλλωστε, ότι πάντα συμμερίστηκα και εξακολουθώ να συμμερίζομαι τις ηθικές αξίες που οι παραπάνω συλλογικότητες προβάλλουν στο δημόσιο λόγο τους, όχι μόνο μονομερώς, σε βάρος πάντα των πιο λαϊκών ιδίως τμημάτων της νεοελληνικής κοινωνίας.
Δεν αποβλέπω λοιπόν στο να αποσπάσω την συμπαράσταση όλων γενικά των πολιτικών παρατάξεων, αφού θα ήταν πιθανό να μου αποδοθούν στη συνέχεια ιδεολογικές «συμπλεύσεις» με φορείς πολιτικών ιδεών που ενδεχομένως δεν θα αντιστοιχούσαν στις επιλογές μου.
Δεν επιθυμώ επίσης να προκαλέσω, σε μια περίοδο κρίσιμη για το δημόσιο πανεπιστήμιο μια επιπλέον συζήτηση για το ακαδημαϊκό άσυλο, το οποίο πιστεύω ότι υπονομεύεται εκ των έσω. Δεν είμαι σε θέση να προβώ σε υποδείξεις «πρακτικών λύσεων», αφού αφενός δεν γνωρίζω αν και γιατί κάποιοι υποκινούν την επιθετικότητα της συγκεκριμένης πολιτικής ομάδας στο πρόσωπό μου και αφετέρου εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι πολιτικές και ιδεολογικές διαφωνίες λύνονται στις δημοκρατικές κοινότητες μόνο με τα αντίστοιχα μέσα και διαδικασίες και όχι με απόπειρες εκφοβισμού, με νεομακαρθικού τύπου διοικητικά μέτρα ή με τυπικές, αιχμηρές ή μη ανακοινώσεις.
Συνεπώς, δεν θα επιμείνω ούτε στην υπογράμμιση των αδικημάτων που έχουν διαπράξει τα άτομα αυτά τόσο κατά του προσώπου μου, όσο και κατά των ακαδημαϊκών λειτουργιών του πανεπιστημίου.
Με το παρόν υπόμνημα, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η ευρύτερη δημοκρατική κοινότητα θα ήταν χρήσιμο να αναλάβει επιτέλους πρωτοβουλίες για την αποκατάσταση του διαλόγου που ενδεχομένως θα βοηθούσε και στη βελτίωση της λειτουργίας του ακαδημαϊκού ασύλου.
Γιάννης Παπαμιχαήλ
Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
Πηγήhttp://kostasxan.blogspot.com/2010/04/blog-post_28.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου